- επιπορπίς
- ἐπιπορπίς, ἡ (Α)1. φόρεμα, επενδύτης που κουμπώνει με πόρπη, επιπόρπημα2. (κατ’ άλλη ερμην.) πόρπη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπορπίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπορπίδα — ἐπιπορπίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)